Dictionary of Greek. 2013.
ριπιτί — και ριπιτίδι, το, και ριπιτίδα, η, Ν φόβος, τρόμος 2. φρ. «τού πήγε [ή τόν πήγε] ριπιτί» φοβήθηκε πάρα πολύ … Dictionary of Greek